παραπλάγιος

παραπλάγιος
παρα-πλάγιος [pron. full] [ᾰ], ον,
A sidelong, oblique, Thphr.HP4.12.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραπλάγιος — α, ο / παραπλάγιος, ον, ΝΑ ο λίγο πλάγιος, ο λίγο λοξός νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι πλάγιο 2. φρ. «παραπλάγιος συστολέας» ναυτ. συστολέας που βρίσκεται κοντά στον πλάγιο συστολέα, κν. το απάνω σεραπινέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + …   Dictionary of Greek

  • παραπλαγίους — παραπλάγιος sidelong masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”